- γραμμογράφηση
- çizgi çekme
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
γραμμογράφηση — η 1. χάραξη γραμμών σε χαρτί με ειδικές μηχανές 2. σχηματική απεικόνιση με γραμμές … Dictionary of Greek
γραμμογράφηση — η 1. χάραξη γραμμών με ειδικό μηχάνημα πάνω σε φύλλα χαρτιού. 2. σχηματική απεικόνιση με γραμμές: Οι σχεδιαστές ασχολούνται συνεχώς με γραμμογραφήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμογραφία — η 1. η γραμμογράφηση 2. βιομηχανία γραμμογράφησης … Dictionary of Greek
γραμμογραφικός — ή, ό ο σχετικός με τη γραμμογράφηση … Dictionary of Greek
γραμμογράφος — ο όργανο ή μηχάνημα χρήσιμο στη γραμμογράφηση, γραμμοσύρτης: Γραμμογράφος μελάνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμογραφικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με τη γραμμογράφηση: Για τη δουλειά του χρειάστηκε να αγοράσει γραμμογραφική μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)